- ζούρια
- η худосочие, хилость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζούρια — η καχεξία, ατροφία, μαρασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*] … Dictionary of Greek
ζούρια — η καχεξία, μαρασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζουριάρης — ο ατροφικός, μαραμένος, καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζούρια + άρης] … Dictionary of Greek
ζούριασμα — το [ζουριάζω] ατροφία, μαρασμός, καχεξία, ζούρια … Dictionary of Greek